- αμείβω
- (Α ἀμείβω)1. παρέχω αντιμισθία, πληρώνω την αμοιβή για κάποια εργασία2. (με ηθική σημασία) παρέχω ηθική αμοιβή ως πληρωμή για προσφερόμενη υπηρεσία, ανταμείβω, ανταποδίδωαρχ.Ι ενεργ.1. δίνω ως αντάλλαγμα2. παίρνω ως αντάλλαγμα3. (για τόπο) περνώ, διασχίζω, διέρχομαι4. εξέρχομαι από κάπου, εγκαταλείπω, αφήνω, προσπερνώ5. εισέρχομαι κάπου, μεταβαίνω6. αλλάζω, μεταβάλλω, αλλοιώνω7. κάνω κάποιον να αλλάξει8. παραλαμβάνω κάτι από κάποιον και τό δίνω σε κάποιον άλλο, διαβιβάζω9. διαδέχομαι, ακολουθώ10. (επίρρ. φρ.) «ἐν ἀμείβοντι», εναλλάξ, αμοιβαία(μέσο)1. κάνω κάτι εκ περιτροπής, εναλλάξ, διαδοχικά με κάποιον άλλον, διαδέχομαι2. απαντώ, αποκρίνομαι3. δίνω συμβουλή σε απάντηση4. ανταμείβω, ανταποδίδω (καλό αντί καλού, κακό αντί κακού, κακό αντί καλού)5. παίρνω ως αντάλλαγμα ή με ανταλλαγή6. (όπως το ενεργ.) αλλάζω τόπο, εξέρχομαι, εισέρχομαι ή διέρχομαι από κάπου7. ανταλλάσσω8. υπερτερώ, υπερέχω9. προπέμπω, συνοδεύω10. (μετοχή ως ουσ.) οἱ ἀμείβοντεςτα δοκάρια που ενώνονται σε σχήμα Λ και βαστάζουν τη στέγη, τα ψαλίδια.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. συνδέεται ετυμολογικά με ΙΕ ρίζα mei- «μεταναστεύω, περιφέρομαι, οδοιπορώ», τής οποίας παρεκτεταμένη μορφή είναι η ρίζα *meigw- «αλλάζω, μεταβάλλω» — πρβλ. και αρχ. ινδ. ni-mayate, λατ. mu-nus «(ανταλλασσόμενο) δώρο» migro (< *migros «αυτός που αλλάζει τόπο»). Το ἀ- τής Ελληνικής είναι προθεματικό.ΠΑΡ. ἀμοιβήαρχ.ἀμοιβόςαρχ.-μσν.ἀμειπτικόςμσν.ἀμειβώ.ΣΥΝΘ. διαμείβω, εἰσαμείβω, ἐξαμείβω, ἐπαμείβω, παραμείβω κ.λπ.].
Dictionary of Greek. 2013.